Ο λόγος για τη διαβολή, δηλ. τη σκόπιμη συκοφαντία, τη σκόπιμη
μετάδοση λανθασμένων πληροφοριών και την απόδοση ψευδών χαρακτηριστικών σε
κάποιον άλλο άνθρωπο.
Η διαβολή συνιστά
πρόβλημα αφενός γιατί δηλώνει μια ψευδή πραγματικότητα, άρα παραπληροφορεί, αφετέρου
γιατί έχει τοξικά στοιχεία που δηλητηριάζουν τη ζωή όλων όσων εμπλέκονται,
παρότι αυτοί μπορεί και να μην το καταλαβαίνουν. Τα αρνητικά συναισθήματα
βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της ενέργειας, καθώς αυτή μπορεί τόσο να
απορρέει από αυτά, όσο και να τα δημιουργεί. Έτσι, κανείς μπορεί να συλλαμβάνει
από την πλευρά του διαβολέα αισθήματα ζήλειας ή/και εμπάθειας, από την πλευρά
του διαβαλλόμενου ανασφάλεια, παρατεταμένους θυμούς και άγχος, και από την
πλευρά και των δυο μια εμπόλεμη κατάσταση επικοινωνίας. Στο σύνολό τους, τα
αισθήματα αυτά όχι μόνο μειώνουν κατά πολύ την ενέργεια που απαιτείται για την
ισορροπημένη συμμετοχή στη ζωή, αλλά μπορεί
να απειλούν ακόμη και την υγεία προκαλώντας πολλά νοσήματα, ακόμη και κακοήθη
και δυσίατα.
Η εμπειρία ζωής δείχνει
ότι για να υπάρξει αυτή η αρνητική κατάσταση απαιτείται η παρουσία τεσσάρων
πλευρών. Οι δύο πρώτες, βέβαια, είναι αυτή του υπό συκοφάντηση ατόμου, και αυτή
του διαβολέα, ο οποίος για προσωπικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, έχει βάλει
στο στόχαστρο τον πρώτο. Τρίτο και κομβικό ρόλο παίζει αυτός που είναι
διαθέσιμος να ακούσει το συκοφάντη, αλλά και να τον πιστέψει – δηλ/ένα πειθήνιο
ακροατήριο. Και τέλος, είναι οι παρατηρητές, οι οποίοι αντιλαμβάνονται το
κακόγουστο παιχνίδι, αλλά δεν κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν.
Σκεφτείτε ενδεικτικά το
περιβάλλον εργασίας σε ένα σύλλογο διδασκόντων ενός σχολείου.